- σπερματοβλάστη
- και σπερμοβλάστη και σπερμιοβλάστη, η, Νβοτ. η σπερματική βλάστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermatoblast / spermoblast < σπέρμα, -ατος + βλαστός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπερμιοβλάστη — η, Ν βιολ. βλ. σπερματοβλάστη … Dictionary of Greek
σπερμοβλάστη — η, Ν βοτ. βλ. σπερματοβλάστη … Dictionary of Greek